-
1 ανίχνευση
[анихнэфси] ома. Θ. поиски, исследование,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανίχνευση
-
2 разведка
-и θ.1. ανίχνευση, εξερεύνηση• αναγνώριση•разведка местности ανίχνευση τοποθεσίας•
разведка месторождений полезных ископаемых εξερεύνηση κοιτασμάτων ορυκτών•
воздушная разведка αεροπορική αναγνώριση•
пешая разведка ανίχνευση πεζικού•
конная разведка ανίχνευση ιππικού•
разведка противника боем δοκιμαστική κρούση του εχθρού.
2. κατασκοπεία• υπηρεσία κατασκοπείας. -
3 разведка
развед||каж1. воен. ἡ ἀνίχνευση [-ις], ἡ ἀναγνώριση [-ις]:возду́шная \разведка ἡ ἐναέριος (или ἀεροπορική) ἀναγνώριση· \разведка боем ἡ ἀνιχνευτική κρούση, ἡ κρούση γιά ἀναγνώριση· вести́ \разведкаку κάνω ἀναγνώριση, κάνω ἀνίχνευση· отправляться в \разведкаку πηγαίνω γιά ἀνίχνευση·2. геол. ἡ ἐξερεύνηση [-ις] (τοῦ ὑπεδάφους)·3. (организация) ἡ κατασκοπεία:служить в \разведкаке ὑπηρετώ στήν κατασκοπεία. -
4 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
5 разведка
разведка ж 1) геол. η εξερεύνηση 2) (секретная служба) η κατασκοπία· воен. η ανίχνευση* * *ж1) геол. η εξερεύνηση2) ( секретная служба) η κατασκοπία; воен. η ανίχνευση -
6 дефектоскопия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектоскопия
-
7 дозиметрирование помещений
η ανίχνευση και μέτρηση της ακτινοβολίας των χώρων και διαμερισμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозиметрирование помещений
-
8 дозиметрия
η δοσιμετρία, η ανίχνευση/ο έλεγχος της ακτινοβολίας. - местности - της περιοχής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозиметрия
-
9 изыскание
1. (научно-исследовательская работа) η έρευνα 2. (предварительный этап строительства) η (προ)μελέτ/η (για την κατασκευή)η διερεύνησηобщие - я γενικές - ες/έρευνες3. (геол.) η έρευν/α, η ανίχνευσηгидротехнические - я υδροτεχνικές - ες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изыскание
-
10 искание
тлф. (действие коммутирующего элемента) η επιλογή, η ανίχνευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искание
-
11 озвучивание
1. (применение ультразвука для дефектоскопии, гидролокации и т.п.) η ανίχνευση με υπερήχους 2. кфт. η καταγραφή ή η αναπαραγωγή του ήχου (του βουβού κινηματογράφου ή των κινουμένων σχεδίων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > озвучивание
-
12 опрос
1. рад. η επερώτηση 2. (в системе обегающего контроля) η εξερεύνηση, η ανίχνευση 3. (метод сбора информации) η δημοσκόπηση 4. (вчт., свз.) η ερωταπόκρισηупорядоченный - вчт. η σταθμοσκόπηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрос
-
13 регистрация
1. (запись) η καταγραφή 2. (установление наличия сигнала, изменений величины и т.п.) η ανίχνευση ί 3. (получение записи сигнала) η εγγραοχφή, η καταγραφή· - голограмм - του μετώποα>υ των κυμάτων (του ολογράμματος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регистрация
-
14 сканирование
η σάρωση, η ανίχνευση, η εξερεύνησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сканирование
-
15 изыскания
изыскания с мн. οι έρευνες, οι αναζητήσεις геол. η ανίχ νευση* * *с мн.οι έρευνες, οι αναζητήσεις; геол. η ανίχνευση -
16 изыскание
изыскан||иес1. ἡ ἀναζήτηση [-ις], ἡ ἐρεύνηση [-ις], ἡ Ερευνά·2. геол. ἡ ἀνί-χνευση [-ις]:проводить \изысканиеия κάνω ἀνίχνευση μεταλλευμάτων. -
17 охотник
охотник Iм ὁ κυνηγός· ◊ морской \охотник τό καταδιωκτικό ὑποβρυχίων.охотник IIИм1. (любитель) ὁ μερακλής:быть \охотник-ом до чего-л. уст. εἶμαι μερακλής σέ κάτι, ἔχω μανία σέ κάτι· быть \охотником до книг ἔχω μανία στά βιβλία·2. (доброволец) ὁ ἐθελοντής:вызвать \охотникόβ в разведку καλώ ἐθελοντές γιά ἀνίχνευση. -
18 ходить
ходитьнесов1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·2. (в чем-л.) φορώ:\ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:\ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·6. (о часах) πηγαίνω:часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:\ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:\ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
19 разведка
[ραζβιέτκα] ουσ. θ. (στρατ.) ανίχνευση, αναγνώριση -
20 automatic interaction detection
abbr. AIDFrench\ \ détection automatique d'interactionGerman\ \ automatische InteraktionsabfragungDutch\ \ automatic interaction detectionItalian\ \ rilevazione automatica dell'interazioneSpanish\ \ detección automática de la interacciónCatalan\ \ detecció automàtica d'interacció; AIDPortuguese\ \ detecção automática de interacção; deteção automática de interação (bra); AIDRomanian\ \ automatic interaction detection; AIDDanish\ \ automatisk interaktion afsløringNorwegian\ \ automatisk påvist vekselvirkningerSwedish\ \ automatisk upptäckter av samspelGreek\ \ αυτόματη ανίχνευση αλληλεπίδρασηςFinnish\ \ automaattinen vuorovaikutuksen havainnointi; AIDHungarian\ \ automatikus kölcsönhatás kimutatásTurkish\ \ otomatik etkileşim tespiti; AID veya OETEstonian\ \ automaatne koosmõju tuvastamineLithuanian\ \ -Slovenian\ \ samodejno zaznavanje interakcijePolish\ \ automatyczne wykrywanie interakcjiRussian\ \ программа ОАВ (определение автоматической взаимосвязи); автоматическая интерактивная оценкаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ sjálfvirk samskipti uppgötvunEuskara\ \ detekzio automatikoa elkarrekintzaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ فن خودکار آشکارسازي اثر متقابلArabic\ \ التحسس الاوتوماتيكي للتداخلAfrikaans\ \ outomatiese interaksievasstellingChinese\ \ 自 动 交 互 作 用 检 验Korean\ \ 자동 교호작용 검사; AID
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανίχνευση — η προσεχτική έρευνα, ψάξιμο: Η ανίχνευση είχε γίνει με μεγάλη προσοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α … Dictionary of Greek
ἀνιχνεύσῃ — ἀνιχνεύσηι , ἀνίχνευσις tracing out fem dat sg (epic) ἀνιχνεύω track aor subj mid 2nd sg ἀνιχνεύω track aor subj act 3rd sg ἀνιχνεύω track fut ind mid 2nd sg ἀ̱νιχνεύσῃ , ἀνιχνεύω track futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱νιχνεύσῃ , ἀνιχνεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… … Dictionary of Greek
λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek